- Κοινωνία
της Νεφέλης Λυγερού –
«Η Ελλάδα δεν μπορεί να ταϊσει τα παιδιά της». Το λένε οι γονείς στα τέκνα τους, οι εφημερίδες στους αναγνώστες τους, τα κανάλια στους τηλεθεατές τους. Το λένε οι νέοι στους εαυτούς τους εγκαταλείποντας την Ελλάδα, τον ήλιο, τις ατελείωτες νύχτες στα μπαράκια του κέντρου και το “βρώμικο” στη Μαβίλη. Πρόκειται για ένα νέο μαζικό κύμα μετανάστευσης. Αυτή τη φορά δεν φεύγουν εργάτες αγροτικής προέλευσης. Φεύγουν νέοι, φορτωμένοι με μάστερ και διδακτορικά. μια άνευ προηγουμένου διαρροή πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού.
Το δραματικό στοιχείο που έχει πάντα η μετανάστευση αγαπημένων διασκεδάζεται από την επικείμενη επιτυχία. Τουλάχιστον, αυτός είναι ο απόηχος που παρηγορεί όσους έμειναν πίσω, αλλά κι αυτούς που ετοιμάζονται να φύγουν. Ποιος δεν λατρεύει, άλλωστε, ένα success story, όπου ο νέος επιστήμονας βρίσκει επιτέλους επαγγελματική αναγνώριση και έναν παχυλό μισθό.
Περνάει τη γυάλινη πόρτα ενός εντυπωσιακού εταιρικού κτιρίου, μιλάει αγγλικά με ελληνική προφορά, δείχνει το φουσκωμένο με πτυχία βιογραφικό του και βρίσκει τη θέση που του αναλογεί σε μία καλοκουρδισμένη επιχειρηματική μηχανή. Ίσως πάλι κατάφερε με κάποιο κολλητό να φτιάξει τη δική του start up κάτω στην Καλιφόρνια ή μία καινοτόμα εταιρεία στο Λονδίνο.
Όποιος και αν είναι ο επίλογος, είναι νικητής. Οι κόποι του δικαιώνονται και αυτός ζει καλά και εμείς υποφερτά, ξέροντας ότι και για όσους έχουν μείνει στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχει έξοδος διαφυγής. Στην πραγματικότητα, όμως, το έργο δεν έχει πάντα happy end. Το νόμισμα έχει και τη σκοτεινή όψη του. Σ’ αυτή τη σκοτεινή όψη αναφέρονται οι ιστορίες μου.
Λονδίνο
Η φωτογραφία μίας αχανούς αποθήκης συνοδευμένη από τη φράση «Κοίτα τί έχω να καθαρίσω σήμερα» κάνει την εμφάνισή της στην οθόνη του κινητού. Μου την έστειλε ο Γιώργος Κ. από το Λονδίνο σχεδόν σαν απόδειξη όσων μου έχει περιγράψει. Μετά από αμέτρητες ταλαιπωρίες είχε καταφέρει να προσληφθεί σε μία εταιρεία επισκευών. Η ευτυχής κατάληξη είχε προκαλέσει κύματα ενθουσιασμού πίσω στην πατρίδα, λίγους μήνες νωρίτερα. Οι φίλοι του γνώριζαν, άλλωστε, το ταξίδι που είχε κάνει για να φτάσει στην Ιθάκη του: μία μόνιμη δουλειά με μισθό. Μία δουλειά που θα απάλλασε τον ίδιο και την οικογένειά του από ένα άγχος και ένα δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος.
Πολιτικός μηχανικός και κάτοχος δύο μεταπτυχιακών, ήταν από εκείνους που από το 2011 είχαν πάρει την απόφαση να φύγουν. «Δεν μας χωράει αυτός ο τόπος δεν το καταλαβαίνετε;», επαναλάμβανε παθιασμένα στην παρέα του. Η κρίση μαινόταν, αλλά οι υποχρεώσεις, οι ελπίδες και οι πάσης φύσεως εκκρεμμότητες κρατούσαν τους φίλους του στον τόπο τους. Ο ίδιος, όμως, το είχε αποφασίσει. Όταν είσαι λίγο πριν από τα τριάντα κατανοείς μόνο με το μυαλό τις δυσκολίες και τα εμπόδια. Νοιώθεις άτρωτος, ότι θα είσαι η εξαίρεση του κανόνα. «Πρέπει να κυνηγήσουμε την τύχη για να μας προσέξει», συνήθιζε να λέει όταν κάποιος παραπονιόταν για τη διάχυτη επαγγελματική μιζέρια.
Το είπε και το έκανε! Συγγενείς και φίλοι τον ξεπροβόδισαν και στην αίθουσα αναχωρήσεων του «Ελευθέριος Βενιζέλος» ο ίδιος ήδη ένοιωθε νικητής. Δεν είναι και λίγο πράγμα να φεύγει κανείς για τη Βραζιλία με ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Λίγο οι μακρινοί συγγενείς, λίγο πολλά υποσχόμενος οικοδομικός οργασμός και ο Γιώργος το είχε πάρει απόφαση. Νέος, εργατικός με πολλά πτυχία και άκρατη φιλοδοξία δεν είχε να φοβηθεί τίποτα ή έτσι νόμιζε.
Το ραντεβού με την τύχη δεν ήρθε. Παρά τα εντατικά μαθήματα, η γλώσσα παρέμενε μεγάλο μειονέκτημα και αγγλικά δεν μιλούσε σχεδόν κανένας στις συνεντεύξεις για πρόσληψη. Το εντυπωσιακό βιογραφικό του αποδείχτηκε ανεπαρκές διαβατήριο. Χτύπησε όσες πόρτες γνώριζαν και δεν γνώριζαν οι συγγενείς που τον φιλοξενούσαν, έκανε έρευνα στο Διαδίκτυο, έστειλε ηλεκτρονικά μηνύματα και κάπου εκεί στο εξάμηνο η υπομονή και των συγγενών και του ίδιου εξαντλήθηκε. Η γη της επαγγελίας του είχε γυρίσει την πλάτη.
Για επιστροφή στην Ελλάδα ούτε λόγος. Επέστρεψε στο Λονδίνο, στη γνώριμη πόλη των σπουδών του. Μία περιουσία είχε ξοδέψει η οικογένειά του για να τον σπουδάσει και άλλη μία ξόδευε τώρα για να τον συντηρεί, ενώ εκείνος έψαχνε για εργασία. Την βρήκε στις αρχές του 2014. Μισθός 2.000 λίρες. Αν και το ποσό ακούγεται σαν γλυκιά μελωδία στα αυτιά των εδώ κακοπληρωμένων, ημιανέργων και ανέργων τριαντάρηδων, δεν είναι σπουδαίο για τα λονδρέζικα δεδομένα. Η ζωή εκεί είναι ιδιαίτερα ακριβή.
Αν και μοιραζόταν ένα άθλιο διαμέρισμα με δύο συνομηλίκους του, πλήρωνε 900 λίρες νοίκι. Τα πάγια έξοδά του ήταν επίσης ασήκωτα. Για να τα βγάλει πέρα, ο Γιώργος χρειαζόταν και μία μικρή ενίσχυση από την οικογένειά του. Του την έστελναν από τις οικονομίες που είχαν βάλει στην άκρη. «Αφού δεν είναι στον καναπέ, όπως τόσα άλλα παιδιά, χαλάλι του», μου είπε η μητέρα του.
Ο ίδιος μου περιέγραψε την εργασία του ουδέτερα με μία ανεπαίσθητη νότα διάψευσης στη φωνή του. Ο μηχανικός με τα δύο μάστερ σήμερα καθαρίζει αποθήκες, κουβαλάει υλικά, ξυλώνει ταπετσαρίες και κάνει ό,τι επισκευή μπορείς να φανταστείς. Και όλα αυτά μακριά από συγγενείς και φίλους σ’ ένα κλίμα που τον καταθλίβει.
Μόναχο
Η Ελένη Κ. έχει σπουδάσει αρχιτεκτονική στην Ιταλία. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Ιταλό μετέπειτα σύζυγό της Μάριο. Εργάστηκαν μερικά χρόνια στο Μιλάνο και στη συνέχεια μετακόμισαν στην Ελλάδα. Τους περίμενε, άλλωστε, το σπίτι που είχαν ετοιμάσει γι’ αυτήν οι γονείς της. Η κρίση, όμως, τους υποχρέωσε να αλλάξουν σχέδια. Αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Μιλάνο, αλλά η σημερινή Ιταλία δεν ήταν η Ιταλία που είχαν αφήσει πριν μερικά χρόνια.
Μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια να ριζώσουν επαγγελματικά, ένας φίλος της Ελένης, που εργάζεται στο Μόναχο, τους πρότεινε να μετακομίσουν στη Γερμανία. Στην εταιρεία που εργαζόταν υπήρχε μία θέση που απαιτούσε λιγότερα προσόντα από τα δικά του, αλλά το ζευγάρι έκανε το άλμα. Το γεγονός ότι ο Μάριος είχε μία επαφή με τα γερμανικά διευκόλυνε την πρόσληψή του.
Η Ελένη, που εντωμεταξύ είχε μείνει έγκυος, ματαίως έψαξε για μία θέση εργασίας. Λόγω ίσως και της εγκυμοσύνης της οι προσπάθειές της έπεσαν στο κενό. Η ίδια μου εξομολογείται πως ρόλο έπαιξε και ότι ήταν από την Ελλάδα. Κανείς από όσους συνάντησα για να ζητήσω εργασία δεν μου το είπε στα μούτρα, αλλά τα έμμεσα σχόλια και η συμπεριφορά τους έστελναν το μήνυμα μίας καλυμμένης περιφρόνησης.
Αναμένοντας το νέο μέλος της οικογένειας, το ζευγάρι ζει με 1500 ευρώ. Μου εξηγεί ότι το ποσό αυτό είναι ελάχιστο για μία τριμελή οικογένεια στο Μόναχο. «Εκτός από την οικονομική πίεση μένω όλη την ημέρα μόνη μου, καθώς ο σύζυγός μου εργάζεται 10 ώρες την ημέρα. Δεν είναι ό,τι είχα ονειρευτεί για τη ζωή μου», καταλήγει με πικρό τόνο. Όταν την ρωτάω αν έχει μετανοιώσει για την απόφασή της να φύγει από την Ελλάδα, μένει για λίγο σιωπηλή. «Σίγουρα δεν είναι όπως τα περίμενα. Αλλά και πάλι, στην Αθήνα δεν είχαμε καμια τύχη».
Νέα Υόρκη
Η Βέρα Α. σπούδασε Ψυχολογία στο Πάντειο και έκανε μεταπτυχιακό στη Βρετανία. Η ανεπιτυχής προσπάθειά της να βρεί εργασία την οδήγησε να ψάξει για μία θέση εργασίας στο εξωτερικό. Ταξίδεψε με τουριστική βίζα στη Νέα Υόρκη με πολλές ελπίδες για το μέλλον της στην υπερατλαντική γη της επαγγελίας. Κατέληξε να εργάζεται σ’ ένα ντέλι με τον φόβο μήπως την πιάσει η επιθεώρηση εργασίας και την στείλει πίσω.
«Δουλεύω 10-12 ώρες κατά κανόνα όρθια. Δεν τα βγάζω πέρα αν και νοικιάζω ένα άθλιο δωμάτιο. Για διασκέδαση ούτε λόγος. Και να φανταστείς ότι οι φίλοι μου με θεωρούν τυχερή που μένω στη Νέα Υόρκη! Καμία φορά σκέφτομαι ότι εγκατέλειψα τη χώρα μου για το τίποτα. Καλύτερα να υποφέρω στο σπίτι μου παρά στην άλλη άκρη του κόσμου».
Η Βέρα ξυπνάει από τις τέσσερις το πρωί για να είναι στο ντέλι στις πέντε. Περπατάει δέκα λεπτά και θέλει άλλα σαράντα για να φτάσει στο μαγαζί με το μετρό. Μία ημέρα, επιστρέφοντας στο σπίτι της, άκουσε μία παρέα Ελλήνων φοιτητών να συζητούν στο μετρό δίπλα της. «Μιλούσαν για το τέλος των σπουδών τους και το ενδεχόμενο να επιστρέψουν. Όλοι σκέφτονταν να μείνουν, ελπίζοντας ότι εδώ θα βρουν εκπληκτικές δουλειές με καλές αποδοχές. Δεν μίλησα, αλλά εκείνη τη στιγμή μου ήρθε να κλάψω».
Παρίσι
Η Ελπίδα Σ. έχει σπουδάσει ιστορία της τέχνης. «Όχι και η πιο πρακτική επιλογή σπουδών», αστειεύεται η ίδια. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Παρίσι το 2012 και αποφάσισε να μείνει εκεί. «Οι γονείς μου στενοχωρήθηκαν, αλλά στήριξαν την απόφασή μου. “Αν γυρίσεις μάλλον θα κοιτάς το πτυχίο σου στον τοίχο. Είναι απίθανο εδώ να βρεις δουλειά” μου είπε ο πατέρας μου. Σκέφτηκα ότι δεν είχα να χάσω τίποτα. Έτσι κι αλλιώς εδώ είχε τόσες γκαλερί και μουσεία για να εργαστώ».
Η Ελπίδα έστειλε το βιογραφικό της παντού. «Τελικά κατάφερα να βρω δουλειά σε μία μεγάλη γκαλερί. Η συμφωνία ήταν ότι θα εργαστώ για έξι μήνες ως ασκούμενη με συμβολικό μισθό και μετά αν τα πάω καλά θα προσληφθώ. Με στήριζαν οι γονείς μου από την Αθήνα, παρ’ ότι η μητέρα μου είχε χάσει τη δουλειά της πρόσφατα. Οι έξι μήνες πέρασαν γρήγορα, αλλά η πρόσληψη δεν ήρθε. Μου είπαν ότι είχαν δυσκολίες και ότι μπορούσα να παραμείνω ως ασκούμενη μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα. Από τότε έχουν περάσει δύο χρόνια». Μη μπορώντας να ζήσει με τον συμβολικό μισθό, η Ελπίδα εργάζεται τα βράδια σερβιτόρα σ’ ένα καφέ ευτυχώς κοντά στη σοφίτα της. «Σκέφτομαι να επιστρέψω. Καλύτερα άνεργη στην Αθήνα παρά άνεργη στο Παρίσι».
Στοκχόλμη
Τρία χρόνια έμεινε η Φανή Π. στη Στοκχόλμη. Άνεργη, όπως οι περισσότεροι συνομήλικοί της, είχε πάει εκεί, ελπίζοντας ότι στην οργανωμένη και ανεκτική Σουηδία θα έβρισκε μία θέση κάτω από τον ανύπαρκτο σκανδιναβικό ήλιο. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν πολύ πιο δύσκολη απ’ όσο την φανταζόταν. «Αν και έχω πτυχίο και μεταπτυχιακό στα παιδαγωγικά, ήξερα ότι μέχρι να μάθω καλά τα σουηδικά δεν θα μπορούσα να βρω μια καλή δουλειά. Πίστευα, όμως, ότι θα υπήρχαν οικογένειες που θα πλήρωναν για να τους φροντίζει το παιδί μία κοπέλα με σπουδές παιδαγωγικών και με άριστα αγγλικά».
Δεν δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά, αλλά οι αποδοχές ήταν πολύ κατώτερες απ’ όσο περίμενε. «Τα χρήματα ήταν λίγα για το κόστος ζωής στη Στοκχόλμη. Και η συμπεριφορά όχι η καλύτερη. Είχαν τον τρόπο να σε κάνουν να νοιώθεις ξένη μεταξύ ξένων. Πλήρωνα αρκετά χρήματα για ένα δωμάτιο με μπάνιο σε μία υποβαθμισμένη συνοικία. Στο κτίριο ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά μετανάστες. Ήταν καταθλιπτικό να ξυπνάω κάθε πρωί και να αντικρίζω αυτά τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα».
Αν και η Φανή έμαθε σουηδικά, οι επαγγελματικές προοπτικές της δεν βελτιώθηκαν. Οι κορώνες που κέρδιζε αντιστοιχούσαν σε κάτι παραπάνω από 800 ευρώ. Τον λίγο ελεύθερο χρόνο της τον περνούσε στο μικρό δωμάτιό της βλέποντας τηλεόραση, ή μιλώντας από το Διαδίκτυο με συγγενείς και φίλους στην Ελλάδα.
Τρία χρόνια μετά έχει πάρει την απόφαση να γυρίσει παρόλο που οι γονείς και οι φίλοι την προειδοποιούν ότι η Θεσσαλονίκη είναι νεκρή από την άποψη της επαγγελματικής προοπτικής. Μιλώντας μου στο Skype είναι ξεκάθαρη: «Το έχω αποφασίσει. Θα επιστρέψω πριν τελειώσει το 2014. Μπορεί να φταίω εγώ, αλλά δεν βρήκα αυτό που νόμιζα. Καλύτερα στα δικά μας χώματα». Αλλάζει γρήγορα ύφος και ντροπαλά με ρωτάει: «Αυτό καλύτερα να το κόψεις. Δεν ακούστηκε λίγο… πώς να το πώ… παλαιομοδίτικο;» Όχι καθόλου την διαβεβαίωσα.
Μελβούρνη
Ο Μιχάλης Ν. είναι κι αυτός ένας από τους πολλούς πτυχιούχους που έψαξε διέξοδο από την επαγγελματική του έρημο στο εξωτερικό. Ήξερε ότι τα πράγματα στην Ευρώπη δεν είναι τόσο καλά. Οι θείοι του στη Μελβούρνη τον έκαναν να στραφεί εξ αρχής προς εκείνη την κατεύθυνση. Η Αυστραλία είχε ανάγκη και ζητούσε γιατρούς, μηχανικούς και θετικούς επιστήμονες. Αυτός, όμως, έχει πτυχίο φιλολογίας και μεταπτυχιακό στη συγκριτική λογοτεχνία.
Η ελπίδα του ότι θα βρεί κάτι σχετικό με τις σπουδές του γρήγορα διαψεύσθηκε. «Αν περιμένεις να φάς από τα μυθιστορήματα θα περιμένεις πολύ μου είπε ένας δεύτερος ξάδελφός μου μεταξύ σοβαρού και αστείου και έλαβα το μήνυμα. Οι συγγενείς μου ήταν φιλόξενοι, αλλά ήταν άνθρωποι της δουλειάς. Χωρίς χρήματα και εναλλακτικές και χωρίς δρόμο γυρισμού, υποχρεώθηκα να προσγειωθώ ανώμαλα. Εδώ και δύο χρόνια εργάζομαι ως οδηγός σε μία μεταφορική εταιρεία Έλληνα μετανάστη παλαιότερης γενιάς και κερδίζω αρκετά χρήματα. Στέλνω και στους γονείς μου στην Αθήνα».
Απ’ ότι μου είπε στο Skype, ο Μιχάλης έχει αρχίσει να προσαρμόζεται. «Μου λείπει η επιστήμη μου, αλλά δεν είναι και άσκημα. Όπως με βλέπω θα παντρευτώ και καμιά Ελληνοαυστραλή δεύτερης γενιάς. Κάποιοι φίλοι των θείων μου, που έχουν κορίτσια της παντρειάς, μεσοαστοί νοικοκυραίοι με περιουσίες πια, ήδη με καλοβλέπουν σαν γαμπρό». Ο αυτοσαρκασμός του ήταν έντονος, αλλά η ανάγκη της επιβίωσης αποδεικνύεται και στην περίπτωση του Μιχάλη πιο ισχυρή από τα όνειρα…
_____________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου