Η ελληνική λογοτεχνία στην Τσεχία
Η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο της διερεύνησης της εξωστρέφειας ή εσωστρέφειας της Ελληνικής λογοτεχνίας, το Literature.gr εγκαινιάζει μια σειρά από συνεντεύξεις με μεταφραστές. Σκοπός μας είναι να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει ακριβώς στο εξωτερικό σε σχέση με την ελληνική λογοτεχνία, πόσο γνωστή και αποδεκτή είναι από τους ξένους αναγνώστες, σε ποια εμπόδια προσκρούει η διάδοσή της. Ακόμα, επιδιώκουμε, μέσα από αυτές τις συνεντεύξεις και τη συσσωρευμένη εμπειρία των μεταφραστών, να ανιχνεύσουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τις ιδιαιτερότητες της μετάφρασης της ελληνικής λογοτεχνίας και γενικά τον ρόλο του μεταφραστή.
Επιμέλεια: Αιμίλιος Σολωμού
H κα Pavlína Šípová είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Καρόλου της Πράγας, ένα από τα παλαιότερα και ιστορικότερα Πανεπιστήμια της Ευρώπης. Είναι ταυτόχρονα μεταφράστρια της πρώιμης ελληνικής λογοτεχνίας και νέας ελληνικής λογοτεχνίας στα τσεχικά. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, αναφέρει πως στη χώρα της δεν υπάρχει «ούτε δίψα για την ελληνική λογοτεχνία ούτε κάποιος αρνητισμός˙ αγνωστικισμός θα έλεγα περισσότερο». Οι πιο γνωστοί Έλληνες λογοτέχνες στην Τσεχία, όπως συμβαίνει σχεδόν παντού, είναι ο Καβάφης, ο Σεφέρης και ο Καζαντζάκης. Μέσα από μια εκτεταμένη αναφορά, παρουσιάζει την πλήρη εικόνα της ελληνικής λογοτεχνίας στην Τσεχία από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Παρά τα προβλήματα, υπάρχουν αισιόδοξα μηνύματα για την ελληνική λογοτεχνία στη Τσεχία. Από το 1993 λειτουργεί το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Ινστιτούτου Κλασικών Σπουδών στο Μπρνο, ενώ από το 2008 επανασυστάθηκε το αντίστοιχο Τμήμα στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα που είχε καταργηθεί το 1993.
Συνέπεια της λειτουργίας των δύο τμημάτων είναι κάποιοι από τους απόφοιτούς τους να συνεχίζουν την ακαδημαϊκή καριέρα τους και να στρέφονται στη μετάφραση. Και όπως τονίζει η κα Šípová, οι μεταφράσεις που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια «παρουσιάζουν υψηλό επίπεδο και καλή γνώση της ελληνικής γενικά». Αν και εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα (μείωση του αριθμού των φοιτητών), το παρήγορο είναι πως οι φοιτητές βρίσκουν δουλειά μετά τις σπουδές τους. Η κα Šípová υποστηρίζει πως για να προωθηθεί περισσότερο η ελληνική λογοτεχνία στην Τσεχία, χρειάζονται περισσότεροι μεταφραστές που να ασχολούνται επαγγελματικά με τη μετάφραση. Η κα Šípová μας μίλησε για το «υψηλότατο επίπεδο» της ελληνικής λογοτεχνίας και την ελληνική γλώσσα που «βρίσκεται στην ακμή της». Κι ακόμα για τη «γνωριμία της» με την ελληνική γλώσσα και γραμματεία και γενικά για τη μετάφραση.
-Τι σας ώθησε να μάθετε ελληνικά και να ασχοληθείτε έπειτα με τη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας;
Το 1992 ήμουνα 17 χρονών, φοιτήτρια στο Λύκειο μιας κωμόπολης, όπου μας δόθηκε η ευκαιρία να κάνουμε εθελοντικά μαθήματα ελληνικής. Όχι φυσικά νέας ελληνικής, επρόκειτο για βάσεις αρχαίας με την ελληνιστική κοινή. Ήμασταν 3 με 7 φοιτητές από διαφορετικές τάξεις και δύο διδάσκοντες (ένας ιστορικός-γλωσσολόγος με έναν θεολόγο). Εκείνες οι συνθήκες με δύο διδάσκοντες για μια μικρή ομάδα φοιτητών, δημιούργησαν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Γενικά το τότε κλίμα ενθουσιασμού επικρατούσε σε όλη τη χώρα μετά την αλλαγή καθεστώτος. Ζούσαμε κάτι το εξαιρετικό, ασυνήθιστο και απερίγραπτο που ήθελα να συνεχιστεί. Έτσι αποφάσισα να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο του Μπρνο αρχαία ελληνικά σε συνδυασμό με νέα ελληνικά – λογική επιλογή για υποχρεωτικό διπλό κλάδο. Εκεί ήρθα σ’ επαφή με την ελληνική λογοτεχνία, εκεί πειραματιζόμουν μεταφράζοντας κάποια ποιήματα του Καβάφη… ώσπου αποφοίτησα με τη διπλωματική εργασία: μετάφραση και φιλολογική ανάλυση απόκρυφου ευαγγελίου για τα παιδικά χρόνια του Κυρίου από τον Ψευδο-Θωμά. Αυτά ήταν τα κίνητρα, οι βάσεις μου, αυτά καθοδήγησαν οριστικά την πορεία μου ακόμα και στις μεταφράσεις.
- Πόσο γνωστή είναι η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στην Τσεχία;
Υπάρχει ενδιαφέρον, προοπτική για νέες μεταφράσεις; Υπάρχει, επίσης, ενδιαφέρον για σπουδές στη νεοελληνική γλώσσα και τη λογοτεχνία στα πανεπιστήμια της χώρας; ” Δεν πιστεύω ότι εκτός από τον Καβάφη και Σεφέρη και μάλιστα τον Καζαντζάκη υπάρχει σήμερα άλλος Έλληνας συγγραφέας εμφυτευμένος στη γενική εικόνα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Ίσως είμαι αισιόδοξη για εκείνους τους τρεις.” Δεν πιστεύω ότι εκτός από τον Καβάφη και Σεφέρη και μάλιστα τον Καζαντζάκη υπάρχει σήμερα άλλος Έλληνας συγγραφέας εμφυτευμένος στη γενική εικόνα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Ίσως είμαι αισιόδοξη για εκείνους τους τρεις. Θέλω να πω, ούτε υπάρχει δίψα για την ελληνική λογοτεχνία ούτε κάποιος αρνητισμός˙ αγνωστικισμός θα έλεγα περισσότερo.
Η κατάσταση αυτή όμως πηγάζει από τη μακρόχρονη παράδοση της μετάφρασης από τα ελληνικά και μάλιστα από την ιστορική εξέλιξη της χώρας. Γεγονός που ζητά μια σύντομη ιστορική αναδρομή: Οι μεταφράσεις από τη νεοελληνική γλώσσα στην τσεχική ξεκινούν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ο φιλελληνισμός, η συμπάθεια για τον αγώνα εναντίον των Τούρκων, η μακρόχρονη και ισχυρή κλασική παράδοση, αλλά και οι εμπορικές και πολιτικές σχέσεις, όπως διαμορφώνονται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, έστρεψαν το ενδιαφέρον των Τσέχων προς τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και λαογραφία. Τότε οι Τσέχοι μεταφραστές άρχισαν να προσεγγίζουν συστηματικά και προσεκτικά επιλεγμένα σύγχρονα έργα. Επίσης, στην εγχώρια λογοτεχνία εμφανίζονται μοτίβα που σχετίζονται με την Ελλάδα της βυζαντινής ή της νεότερης εποχής.
Από το 1890 έως το 1940 εκδίδονται δεκαπέντε μεταφράσεις και ανατυπώσεις σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας που σημαίνει ότι ο μέσος όρος της καινούριας μετάφρασης και έκδοσης, μέχρι τότε άγνωστου έργου, ήταν λιγότερο από τρία χρόνια – Καθόλου άσχημο σκορ. Είναι σαφές ότι η ποιότητα της μετάφρασης εξαρτάται από την καλή γλωσσική γείωση και φιλολογική εμπειρία που μπορεί να εξασφαλίσει σε θεμιτό επίπεδο ιδανικά μόνο το Πανεπιστήμιο και η ζώσα εμπειρία με την Ελλάδα δηλ. μια υπολογίσιμη διαμονή στην χώρα όπως με το πρόγραμμα Εράσμους ή άλλο. Η προσπάθεια να υπάρχει Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών σε πανεπιστήμια της Τσεχοσλοβακίας υπήρξε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όμως υλοποιήθηκε πολύ αργότερα και μάλιστα κάτω από διαφορετικές συνθήκες, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος διέκοψε την ομαλή ανάπτυξη οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και Ελλάδας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την πλήρη ένταξη της Τσεχοσλοβακίας στο σοβιετικό μπλοκ το 1948, σημειώθηκε επιδείνωση στις διακρατικές σχέσεις της Τσεχοσλοβακίας και της Ελλάδας.
Ύστερα από αίτημα της ελληνικής κομουνιστικής ηγεσίας, η Τσεχοσλοβακία ανέλαβε τη φροντίδα για περισσότερα από 3.800 παιδιά ελληνικής και σλαβομακεδονικής καταγωγής, τα οποία έφτασαν στη χώρα το 1948-1949 από τις περιοχές της βόρειας Ελλάδας. Μετά την ήττα της κομουνιστικής εξέγερσης, η Τσεχοσλοβακία φιλοξένησε σχεδόν 8.200 Έλληνες και τότε, το 1948, ιδρύθηκε η έδρα Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας, αρχικά με την πρόθεση να διαθέσει ειδικευμένους δασκάλους για τα ελληνόπουλα, τα οποία άρχισαν να καταφτάνουν στην Τσεχοσλοβακία μετά την οριστική ήττα του ΔΣΕ στον Γράμμο.
Η ριζική μεταμόρφωση της μεταπολεμικής Τσεχοσλοβακίας αντανακλάται ακόμα και στο είδος της μεταφραζόμενης λογοτεχνίας. Μια ορισμένη αλλαγή έρχεται στη δεκαετία του 1960, η οποία στη συνέχεια καθορίζει την πορεία της μετάφρασης από τα ελληνικά μέχρι τη δεκαετία του 1990. Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία γίνεται έτσι μέρος του τσεχικού εκδοτικού συστήματος και δημοσιεύονται κάποια από τα πιο σημαντικά έργα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, πέντε μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, η ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα, η ανθολογία ποίησης δέκα σύγχρονων ποιητών, η ανθολογία Καβάφη…
Όλα αυτά τα έργα εκδίδονταν μετά από μια αφάνταστη γραφειοκρατία, εγκρίσεις, και λογοκρισία, δηλ. κρατούσε χρόνια να βγει μια καινούρια μετάφραση. Έτσι δημιουργήθηκε η εικόνα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία που επικράτησε δεκαετίες και σήμερα σβήνει. Μην ξεχνάμε πως όλα – τα πάντα – ήταν κρατικά και υπό έλεγχο. Οι εκδοτικοί οίκοι ήταν μετρημένοι, οι πανεπιστημιακοί ήταν μετρημένοι, το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών δεν άνοιγε κάθε χρόνο και πάλι όταν άνοιγε, δεχόταν τρεις με πέντε φοιτητές. Επίσημα η χώρα δήλωνε τρεις επαγγελματίες μεταφραστές από τα νέα ελληνικά τους οποίους θεωρούσε επαρκείς για τα τότε δεδομένα. Η Βελούδινη Επανάσταση του 1989, και η πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος, έφερε μια θεμελιώδη αλλαγή. Το χάος που ακολούθησε την επανάσταση, ο ενθουσιασμός, η κατάργηση της λογοκρισίας, τα ταξίδια στο εξωτερικό, ο μετασχηματισμός σε καπιταλιστική κοινωνία, η αλλαγή σκέψης και προπαντός η αστάθεια σε όλους τους πολιτιστικούς και κοινωνικο-οικονομικούς τομείς αντικατοπτρίζονται ακόμα και στις μετεπαναστατικές μεταφράσεις λογοτεχνίας. Με την ιδιωτικοποίηση μετά το 1989 γεννήθηκαν πολλοί εκδοτικοί οίκοι, όμως πολύ γρήγορα ο αριθμός τους μειώθηκε.
Επίσης, ύστερα από απόφαση της τότε διευθύντριας της έδρας Ελληνικών και Λατινικών σπουδών του Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Καρόλου, το 1993 καταργήθηκε το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών, από το οποίο αποφοιτούσαν οι ειδικοί νεοελληνιστές της χώρας. Το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών επανασυστάθηκε μόλις το 2008. Το 1993 ιδρύθηκε το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Ινστιτούτου Κλασικών Σπουδών στο Μπρνο, το οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει τη συνέχεια του κλάδου, καθώς και πολύ καλές συνθήκες για τη διεξαγωγή έρευνας, όμως η μετάφραση έπαιζε δευτερεύων, συμπληρωματικό ρόλο.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέχρι τώρα, εντοπίζονται ποικίλες μεταφράσεις: Οι εκδόσεις που σχετίζονται με παρουσιάσεις σε λογοτεχνικά φεστιβάλ, οι μεταφράσεις και οι δίγλωσσες τσεχο-ελληνικές δημοσιεύσεις που σχετίζονται με τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και την ελληνική διασπορά στην Τσεχοσλοβακία. Κυκλοφορούν μεταφράσεις που συχνά δηλώνουν λειψή γνώση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής πραγματικότητας με αποτέλεσμα σοβαρά σφάλματα, αλλά κυρίως την κακομεταχείριση της γλώσσας υποδοχής. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται μεταφράσεις που παρουσιάζουν υψηλό επίπεδο και καλή γνώση της γλώσσας γενικά.
Οι μεταφραστές σ’ αυτές τις περιπτώσεις, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, είναι απόφοιτοι του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών, και έτσι μπορούμε να πούμε ότι η ποιότητα της μετάφρασης από τα νέα ελληνικά απορρέει από την «παραγωγή» των Τμημάτων Νεοελληνικών Σπουδών στις Φιλοσοφικές Σχολές της Πράγας και του Μπρνο. ” Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται μεταφράσεις που παρουσιάζουν υψηλό επίπεδο και καλή γνώση της γλώσσας γενικά. Οι μεταφραστές σ’ αυτές τις περιπτώσεις, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, είναι απόφοιτοι του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών, και έτσι μπορούμε να πούμε ότι η ποιότητα της μετάφρασης από τα νέα ελληνικά απορρέει από την «παραγωγή» των Τμημάτων Νεοελληνικών Σπουδών στις Φιλοσοφικές Σχολές της Πράγας και του Μπρνο.”
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι μεταφραστές είναι πανεπιστημιακοί ή μάλλον αντίθετα, πρώτα πανεπιστημιακοί και μετά μεταφραστές, γεγονός που επηρεάζει ριζικά την παραγωγή μετάφρασης. Οπότε, το θέμα μετάφρασης δεν είναι πολιτικό ή οικονομικό, αλλά περισσότερο θέμα έλλειψης χρόνου των μεταφραστών. Επίσης, την τελευταία πενταετία σημειώθηκε μεγάλη πτώση ενδιαφέροντος για νεοελληνικές σπουδές. Φτάσαμε σε κρίσιμο βαθμό ως προς τον αριθμό των φοιτητών. Μια απλή εξήγηση μπορεί να είναι η γενική έλλειψη νέων ανθρώπων. Η δημογραφική στατιστική το δείχνει σαφέστατα. Άλλον αρνητικό ρόλο παίζει η εικόνα για την Ελλάδα που μας προσφέρουν τα ΜΜΕ, οπότε ζούμε έναν πόλεμο για τον κάθε φοιτητή και για τη συνέχεια του κλάδου. Το καλό είναι ότι, όσοι σπουδάζουν στο τμήμα μας, έχουν συνήθως πολύ καλό λόγο να το κάνουν, ενθουσιασμό και αγάπη προς το αντικείμενο. Και το πιο σημαντικό, μετά τις σπουδές τους βρίσκουν δουλειά!
- Αληθεύει ότι η οικονομική κρίση που πλήττει την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αποτελεί ενδιαφέρον θέμα για τους εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού;
Στην περίπτωση της Τσεχίας, όχι. Το ενδιαφέρον στράφηκε σαφέστατα στους Ουκρανούς συγγραφείς τα τελευταία χρόνια, όχι στους Έλληνες, γεγονός που έχει να κάνει μ’ αυτά που είχα αναφέρει παραπάνω. Η μόνη συγκεκριμένη ζήτηση για τα σύγχρονα ελληνικά έργα έγινε το 2014 από ένα λογοτεχνικό και μεταφραστικό περιοδικό στο μονοθεματικό τεύχος του οποίου συνεργάστηκαν οι νεοελληνιστές της Πράγας και του Μπρνο και εκδόθηκε με τίτλο Řecká odysea [Ελληνική οδύσσεια]. http://www.svetovka.cz/archiv/2014/10-2014.htm. Όσον αφορά την κρίση και την αντιμετώπισή της, ίσως θα μπορούσα να αναφερθώ στο νέο κίνημα ελληνικού κινηματογράφου που γίνεται διαμεσολαβητής της σύγχρονης ελληνικής καλλιτεχνικής δράσης άμεσα και χωρίς σύνορα. Όσο γνωρίζω, το νέο κινηματογραφικό κίνημα αποτιμάται πολύ θετικά στην Τσεχία. Αν και δεν υπάρχει διανομή ελληνικών ταινιών ούτε σε ταινιοθήκες ούτε σε σινεμά, από το 2010, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι ταινίες της νέας γενιάς στο Διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου στο Karlovy Vary, δεν συναντάς πια κι άλλα φεστιβάλ ταινιών χωρίς ελληνικά ονόματα όπως του Τσίτου, της Τσαγγάρη, του Λάνθιμου και άλλων.
- Είναι σημαντικό να γνωρίσουν σήμερα οι Τσέχοι αναγνώστες την ελληνική λογοτεχνία; Γιατί; Βασισμένη στην πείρα σας, τι είναι αυτό που θα μπορούσε να τους «αγγίξει» σε ένα σύγχρονο ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο;
Είναι πολύ σημαντικό, έχουμε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό ήδη από τον 9ο αιώνα με την βυζαντινή αποστολή του Κυρίλλου και του Μεθοδίου και τα μεταπολεμικά γεγονότα του 1948 έφεραν χιλιάδες Έλληνες στην Τσεχοσλοβακία. Επίσης, τις τελευταίες δεκαετίες έρχονται πολλοί Έλληνες στην Τσεχία, συνήθως ως τουρίστες όπως οι Τσέχοι στην Ελλάδα, μιλάμε για μια έντονη και ζωντανή ανταλλαγή. Θα ήταν μεγάλο λάθος και κρίμα αν θα μέναμε μόνο στον τουρισμό. Μονάχα, δεν είμαι σίγουρη αν, από άποψη μετάφρασης, είμαστε σε θέση να εξυπηρετήσουμε τους αναγνώστες μας με τη μεταφραστική μας δραστηριότητα. Είναι οδυνηρό˙ η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία διαθέτει υψηλότατο επίπεδο που δεν τεκμαίρεται διεθνώς. Κάτι αντίθετο σε ό,τι συμβαίνει με άλλες τέχνες –θεατρικές παραστάσεις και ταινίες που διακρίνονται σε φεστιβάλ. Πιστεύω, πως παρόμοια με τον θεατή, ο Τσέχος αναγνώστης απολαμβάνει το «γνώριμο και ξένο» σε ένα σύγχρονο ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο, εκτιμά την εξαιρετική γραφή του συγγραφέα, συναρπάζεται και μοιράζεται τη συγκεκριμένη ανθρώπινη ιστορία.
- Τι είναι αυτό που σας συναρπάζει στην ελληνική λογοτεχνία; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που την ξεχωρίζουν από άλλες εθνικές λογοτεχνίες;
"Όσο γνωρίζω, το νέο κινηματογραφικό κίνημα αποτιμάται πολύ θετικά στην Τσεχία. Αν και δεν υπάρχει διανομή ελληνικών ταινιών ούτε σε ταινιοθήκες ούτε σε σινεμά, από το 2010, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι ταινίες της νέας γενιάς στο Διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου στο Karlovy Vary, δεν συναντάς πια κι άλλα φεστιβάλ ταινιών χωρίς ελληνικά ονόματα όπως του Τσίτου, της Τσαγγάρη, του Λάνθιμου και άλλων. " Η ποιότητα και η ποικιλία της γλώσσας. Η ελληνική σήμερα βρίσκεται στην ακμή της. Το θέμα της γλώσσας είναι παρόν στην καθημερινή ζωή και αντανακλάται πλήρως στη λογοτεχνία, και όχι μόνο. Αυτή η καθημερινότητα, κοινή γνώμη και προσοχή που δίνω (ή δε δίνω) στο πως μιλάω είναι κάτι που σήμερα λείπει δραματικά στην Τσεχία. Για να είμαι σαφής, η συζήτηση μεταξύ δύο ανδρών πάνω στα προσωπικά τους: «Το συντακτικό σου είναι χάλια και το πουλί σου μικρό», τη θεωρώ ελληνικότατη, δε θα μπορούσε να γεννηθεί εδώ. Έχοντας υπόψη ότι ο μεταφραστής (της ελληνικής λογοτεχνίας) δεν περιορίζεται μόνο στη μετάφραση του βιβλίου, ποιες δυσκολίες/προβλήματα αντιμετωπίζει από την επιλογή του βιβλίου μέχρι την έκδοση και την κυκλοφορία του; Όπως είχα αναφέρει παραπάνω, η μεγαλύτερη δυσκολία είναι ο χρόνος που διαθέτει ο μεταφραστής. Οι επιλογές βιβλίων γίνονται κυρίως στη βάση του προσωπικού ενδιαφέροντος και των γνωριμιών. Κατά τα άλλα, δεν αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερες δυσκολίες.
- Όσο για την κυκλοφορία, πάλι την εξασφαλίζει ο εκδότης. Δεν έχει να κάνει με τον μεταφραστή. Τι θα προτείνατε εσείς για να βελτιωθεί αυτή η κατάσταση;
Να πολλαπλασιαστούν οι μεταφραστές, καλοί μεταφραστές. Και να γίνουν μόνιμοι επαγγελματίες. Αυτό προϋποθέτει μια σωστή κρατική υποστήριξη των Πανεπιστημίων και σχετικών προγραμμάτων που δεν υπάρχει. Αντίθετα με κάποιους άλλους, δεν νομίζω ότι θα ’πρεπε να κάνει η Ελλάδα κάτι παραπάνω για τη διάδοση της γλώσσας και του πολιτισμού, αλλά η Τσεχία η ίδια. Διότι αυτή κερδίζει τα ίδια με την Ελλάδα, αν όχι περισσότερα. Ποιες ιδιαιτερότητες, ενδεχομένως δυσκολίες, υπάρχουν όσον αφορά στη μετάφραση από τα ελληνικά στα τσεχικά; Μία θα πω μόνο. Το να κρατάς τη σωστή απόσταση από το πρωτότυπο. Η Τσεχική όπως και η Ελληνική διαθέτει παρόμοιους γλωσσικούς σχηματισμούς οι οποίοι φυσικά λειτουργούν σε κάθε γλώσσα διαφορετικά. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να σε παρατραβήξει η Ελληνική, να χάσεις την Τσεχική και τελικά να χαθεί και ο Έλληνας αφηγητής στη μετάφραση.
- Ο μεταφραστής είναι ο ίδιος δημιουργός κατά τη μετάφραση ή διαμεσολαβητής ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη;
Ο μεταφραστής είναι καταρχάς ένας δημιουργικός υπηρέτης που διαμεσολαβεί και εξυπηρετεί δύο πολιτισμούς. Έχει τρομερή ευθύνη.
- Ποια θεωρείτε εσείς καλή μετάφραση και ποιο θα μπορούσε να είναι το εγχειρίδιο του καλού μεταφραστή;
"Η Τσεχική όπως και η Ελληνική διαθέτει παρόμοιους γλωσσικούς σχηματισμούς οι οποίοι φυσικά λειτουργούν σε κάθε γλώσσα διαφορετικά. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να σε παρατραβήξει η Ελληνική, να χάσεις την Τσεχική και τελικά να χαθεί και ο Έλληνας αφηγητής στη μετάφραση.” Όταν ο μεταφραστής καταφέρει να μεταφέρει έναν πολιτισμό σε άλλο χωρίς να διασπαρθεί ο μεν και να εμπλουτιστεί ο δε και η μεταφρασμένη λογοτεχνία να γίνει μέρος της ενδοχώρας λογοτεχνίας και του πολιτισμού. Ποια σημαντική εμπειρία που ζήσατε όλα αυτά τα χρόνια, μεταφράζοντας ελληνική λογοτεχνία, θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας; (ενδεχομένως άγνωστα περιστατικά, η σχέση-επικοινωνία με τον συγγραφέα κ.λπ.) Δεν φανταζόμουνα ποτέ πόσο θα εμπλουτιστώ σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο και πόσο θα αλλάξω. Υπήρξαν πολλές δύσκολες στιγμές, σαν να σου έκαναν μεταμόσχευση και ο οργανισμός σου θα έπρεπε να δεχτεί το ξένο ή να το αποβάλει. Εγώ το δέχτηκα τελικά.
* Η κ. Pavlína Šípová είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας και στο Ινστιτούτο Ελληνικών και Λατινικών Σπουδών. Τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντά της, οι μελέτες και οι μεταφράσεις της, καλύπτουν θέματα όπως ο τσέχικος πολιτισμός, το αρχαίο ελληνικό δράμα, η πρώιμη ελληνική γραμματεία και η μεταβυζαντινή λογοτεχνία και η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
Είναι μέλος της εκδοτικής επιτροπής του περιοδικού Journal Neograeca Bohemica. http://www.phil.muni.cz/csns/#journal Κατέχει μεταπτυχιακά διπλώματα στις κλασικές σπουδές, στα Νέα Ελληνικά και στα Αρχαία Ελληνικά και διδακτορικό τίτλο σχετικά με τις θεατρικές σπουδές. Κατά καιρούς έζησε στην Ελλάδα για σπουδές και για έρευνα. Διοργάνωσε αρκετά Συμπόσια και Εργαστήρια κυρίως για το αρχαίο δράμα σε μοντέρνα σκηνή. Πρόσφατα συνεργάστηκε με το Κέντρο της Ελληνικής Γλώσσας για την αποτύπωση της σύγχρονης μεταφρασμένης ελληνικής λογοτεχνίας στην Τσεχία από τα μέσα του 19ου αι. μέχρι σήμερα. Μεταξύ άλλων, μετάφρασε: «Κρασοπατέρας», Χορικίου Σοφιστού Γάζης Συνηγορία Μίμων, «Σπανός», συνέντευξη με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη «Το θέατρο μού συμβαίνει», Ιάκωβος Καμπανέλλης: «Γράμμα στον Ορέστη», Άγιος Μάρτυρας Πορφύριος, ο «από μίμων», «Κυπριακά Πάθη του Χριστού».
δημοσιεύθηκε στο: https://www.literature.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου