ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΟΛΑΟΥΣ ΣΤΗΝ ΣΟΥΗΔΙΑ
ΝΗΣΙΔΕΣ *
«Η ξενιτιά δεν είναι για όλους...»
Γράφει η Κυριακή Μπεϊόγλου *
Συναντώ τον συγγραφέα και καθηγητή Φιλοσοφίας Θοδωρή Καλλιφατίδη δυο μέρες πριν επιστρέψει στη Σουηδία. Η αλήθεια είναι πως με δυσκολία έκρυψα το δέος που αισθανόμουν για τον άνθρωπο που είναι σήμερα ένα εθνικό λογοτεχνικό κεφάλαιο για τη Σουηδία. Εχει γράψει πάνω από τριάντα βιβλία, τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Η Ελλάδα τον «ανακάλυψε» αργότερα, όταν ο Σάμης Γαβριηλίδης άρχισε να εκδίδει τα βιβλία του. Εχουν μια παλιά δυνατή στενή σχέση εκδότη-συγγραφέα που κρατάει μέχρι σήμερα. Το καινούργιο σ’ αυτή τη σχέση είναι ότι ο Θοδωρής Καλλιφατίδης δεν κάνει αυτό που έκανε πάντα, να γράφει δηλαδή στα σουηδικά. Το τελευταίο του βιβλίο «Μια ζωή ακόμα» γράφτηκε κατ’ ευθείαν στα ελληνικά. Οχι χωρίς λόγο. Θα τον ανακαλύψετε μέσα σ’ αυτή τη συνέντευξη που ξεκίνησε από τους Μολάους της Λακωνίας για να φτάσει μέχρι τη Σουηδία και να επιστρέψει πίσω στην Αθήνα μια πολύ ζεστή μέρα του Μαΐου.
● Κύριε Καλλιφατίδη, πώς αντέξατε τόσα χρόνια στην ξενιτιά; Δεν βγήκε από το αίμα σας το φαρμάκι που, όπως είπατε, κάποτε σας έδιωξε μακριά;
Η ξενιτιά δεν είναι για όλους. Δεν ήταν ας πούμε για τον φίλο μου τον Κώστα που τον έχω αναφέρει πολλές φορές στα βιβλία μου. Πανέξυπνος άνθρωπος, μιλούσε για τη σκοτεινή ύλη όταν ακόμα στην Ελλάδα κανείς δεν ήξερε γι' αυτή. Οταν όμως μετανάστευσε στη Σουηδία δεν ήταν έτοιμος να βγάλει την Ελλάδα από μέσα του. Του έλεγα «εδώ υπάρχουν πανεπιστήμια, θα κάνεις ωραία πράγματα», αλλά η Ελλάδα τον καλούσε κάθε μέρα. Και έφυγε. Εγώ έφυγα από δω πάρα πολύ πικραμένος. Καταλαβαίνω ότι δεν το καταλαβαίνετε εσείς γιατί μας χωρίζουν το λιγότερο 40 χρόνια.
● Θα μας το εξηγήσετε;
Μεγάλωσα στη γερμανική κατοχή, είδα τον πατέρα μου και τα αδέρφια μου στη φυλακή, δαρμένους και κυνηγημένους. Τον μεγαλύτερο αδερφό μου στα δέκα του χρόνια τον έδειραν μέχρι αναισθησίας, όπως κι εμένα που ήμουν μόλις οκτώ. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος. Το χωριό μας ήταν οι Μολάοι. Κάτω από την πλατεία ήταν το σπίτι μας. Παντρεύτηκε τη μητέρα μου που ήταν πολύ νεώτερή του. Γεννήθηκα το '38. Τον Ιούνιο του 1941 μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό. Και έμειναν πολύ, και τα 4 χρόνια της κατοχής. Κατασκεύασαν σιγά σιγά εκεί ένα αεροδρόμιο. Ο πατέρας μου επέζησε του πολέμου, ήταν ένας από τους δύο που απελευθέρωσε από τις φυλακές της Σπάρτης ο απελευθερωτικός στρατός. Ηρθε με τα πόδια στους Μολάους και κρατούσε το δεματάκι με τρόφιμα που του έδωσαν, «για τα παιδιά...» είπε στη μάνα μου, είχε να φάει τέσσερις μέρες. Στον Εμφύλιο είδα να γίνονται φοβερά πράγματα και από τις δύο πλευρές. Εφυγα το '46 από κει γιατί θα με σκότωναν, ήμουν «κουμμουνιστόσπορος».
● Και ήρθατε στην Αθήνα...
Ηρθα στην Αθήνα με τον παππού μου. Πήγα στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων. Δύσκολη εποχή. Πέφτανε χειροβομβίδες από το πουθενά. Οι καθηγητές ήταν λίγο-πολύ όλοι παράξενοι. Είχαν χάσει παιδιά, είχανε κάνει εξορία... Υπήρχαν όμως και εξαιρετικοί καθηγητές. Αυτή η μετανάστευση ήταν πιο δύσκολη από αυτή που ακολούθησε μετά. Ολα πάνω μου ήταν λάθος. Μιλούσα τη διάλεκτό μας, το «αυτό» εμείς το λέγαμε «έντο», τα ρούχα και για λόγους φτώχειας αλλά και αισθητικής. Εάν δεν είχα τύχη ήμουν στο τσακ να γίνω παραβατικός.
● Τι είναι τύχη;
Τύχη είναι οι συμπτώσεις. Οι περισσότεροι από μας έχουμε μια ικανότητα που εκφράζεται με το ότι αγαπάμε τους ανθρώπους που νοιαζόμαστε. Κυρίως. Η τύχη μας είναι να βρεθούν μπροστά μας αυτοί οι άνθρωποι.
● Ποιοι άνθρωποι σας βοήθησαν τότε;
Οι καθηγητές μου με επηρέασαν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Δύο από αυτούς με καθόρισαν ως άνθρωπο. Ο φιλόλογος ο Ραΐσης που μ’ έβαζε να μεταφράζω ερωτικά ποιήματα από τα λατινικά. Οταν έβγαλα την πρώτη μου ποιητική συλλογή στη Σουηδία τον βρήκε ο αδερφός μου στον δρόμο -τον είχε κι αυτός δάσκαλο- και του είπε «κύριε, ο Θοδωράκης έγινε ποιητής στη Σουηδία» κι εκείνος είπε «το ξέρω, εγώ τον έκανα!». Και ο καθηγητής της Ιστορίας, υπέροχος άνθρωπος, ο οποίος με «έδεσε» για πάντα. Είχε κάνει δυο διδακτορικά εδώ και ένα στη Σορβόνη, μου χάρισε τη διατριβή του και έγραψε πάνω «στον καλύτερο μαθητή που είχα ποτέ» και με έβαλε να του υποσχεθώ ότι θα σπουδάσω Φιλοσοφία.
● Τι γράφατε τότε;
Στα 16-17 έγραφα ποιήματα που τα διάβαζα στους φίλους μου. Κάτω από τις μουριές, στην πλατεία Γκύζη. Εκείνες οι παρέες είχαν μια άπλα, επέτρεπαν στον καθένα μας να είναι αυτός που είναι. Δεν υπήρχε τότε η τρομοκρατία ότι πρέπει να είσαι σώνει και καλά όπως οι άλλοι. Είχαμε ας πούμε ανθρώπους οι οποίοι ήταν μονίμως ερωτευμένοι...
● Εσείς ήσασταν ερωτευμένος;
Εγώ; Κάθε μέρα!
● Το θυμάστε εκείνο το κορίτσι;
Ε, βέβαια. Η πρώτη ήταν η Μαίρη, η δεύτερη η Μαρία, η τρίτη η Ελευθερία... και πάει λέγοντας!
● Τους γράφατε ποιήματα;
Οχι, σ’ αυτές μόνο μιλούσα... Κάναμε σοβαρές συζητήσεις, ήταν και οι τρεις μπροστά για την εποχή τους, φεμινίστριες. Μιλούσαμε για τον Μαξ Νορντάου και τα «κατά συνθήκη ψεύδη». Ψάχναμε για κάποιες λύσεις που θα άλλαζαν τη ζωή μας.
● Πώς έγινε και ταιριάξατε ως παρέα με τον Γιάννη Φέρτη και τον Διαγόρα Χρονόπουλο;
Ταιριάξαμε για διάφορους λόγους... Ο Γιάννης ήξερε πάρα πολύ νωρίς ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός, όταν βαριόταν στο μάθημα έκανε ότι λιποθυμούσε και ο Διαγόρας κι εγώ τον πηγαίναμε σπίτι και την κοπανάγαμε και οι τρεις! Το όμορφο μ’ αυτή τη φιλία -τώρα ο Διαγόρας δυστυχώς έχει φύγει- είναι ότι πάρα πολύ νέοι ξέραμε κι οι τρεις περίπου τι θέλαμε να κάνουμε στη ζωή μας. Εγώ έλεγα ότι θα γράψω αλλά το έλεγα με λίγο φόβο, γιατί τότε αν έλεγες πως γράφεις σε θεωρούσαν και λίγο ψώνιο. Γίναμε και οι τρεις αυτό που θέλαμε. Αν κρίνει κανείς από τις συνθήκες που ζούσαμε...
● Τα παιδιά του πολέμου δεν ξεκίνησαν από μια κοινή αφετηρία, η οποία ήταν βασικά η φτώχεια;
Δεν το θυμάμαι έτσι. Υπήρχαν γειτονιές και γειτονιές. Στου Γκύζη ήμασταν έτσι, αλλά στο Κολωνάκι όχι. Κάποιοι είχαν βγει από τον πόλεμο πάμπλουτοι, οι μαυραγορίτες, οι δωσίλογοι, οι συνεργάτες των Γερμανών... Οι διαφορές ξεκινούσαν περισσότερο από τις διαφορετικές ιδεολογίες. Σκεφτείτε το, μπορούσα εγώ να γίνω κάτι άλλο εκτός από αριστερός; Θα μπορούσα ποτέ να καρφώσω τον πατέρα μου;
● Μπήκατε και οι τρεις φίλοι λοιπόν στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν;
Χάρη στον Γιάννη. Κάναμε τους υποβολείς στις ατάκες του, στο τέλος μάθαμε απ' έξω τα έργα και είπαμε «Δεν δίνουμε κι εμείς εξετάσεις;» Και μας πήρανε. Αλλά εγώ δεν έκανα, δεν ήταν κάτι που ήθελα, δεν με έβλεπα ως ηθοποιό, ήθελα να γράψω.
● Γιατί επιλέξατε τη Σουηδία;
Για έναν πάρα πολύ απλό λόγο: ήταν η μόνη χώρα που έπαιρνε ξένους, όλες οι άλλες είχαν κλείσει τα σύνορά τους το ‘61 για την εργατική μετανάστευση. Ο πατέρας μου είπε κλαίγοντας: «Φύγε, δεν σε χωράει, δεν σε θέλει η Ελλάδα». Πρέπει να ήταν η πιο πικρή κουβέντα που είχε πει στη ζωή του. Εφυγα φορώντας ένα παλιό του σακάκι. Δεν ήξερα ούτε μία λέξη. Μόνο το «καλημέρα». Πήγα με το τρένο. Τέσσερις μέρες κάναμε να φτάσουμε. Ημουν εντελώς μόνος, αλλά το τρένο ήταν γεμάτο Ελληνες που φεύγανε. Εκείνη τη χρονιά φύγανε 150.000 νέοι από την Ελλάδα.
● Και μόλις κατεβήκατε από το τρένο;
Το θυμάμαι σαν και σήμερα. Εφτασα στη Στοκχόλμη. Δεν είχα κανένα αίσθημα, ένιωθα κενός. Αδειος. Στο κέντρο της πλατείας εντός του σιδηροδρομικού σταθμού, υπάρχει η περίφημη «τρύπα» που είναι γνωστή σε όλους τους μετανάστες. Είναι ένας κύκλος με πολύ καλλιτεχνικά κάγκελα ενός γνωστού Σουηδού γλύπτη. Εκεί μαζεύονταν όλα τα «κοράκια» της ξενιτιάς και κουβεντιάζανε. Ενας Ελληνας με ρώτησε «είσαι από την Ελλάδα;» «ναι» του λέω και με πήρε σπίτι του, κοιμήθηκα εκεί το πρώτο βράδυ. Μετά βρήκα την άκρη με τον θείο ενός φίλου από την Ελλάδα. Με έβαλαν να κοιμηθώ στο διαμέρισμα που έμεναν. Τέσσερις άνδρες σε ένα δωμάτιο και μια γυναίκα κοιμόταν στην κουζίνα. Η γυναίκα αυτή ήταν το πρώτο θύμα μετανάστευσης που είδα. Αυτοκτόνησε. Κι εμείς οι ίδιοι τη θάψαμε. Για μια αποτυχημένη αγάπη είπαν, αλλά η ξενιτιά όλα τα μεγαλώνει.
● Πώς γίνατε καθηγητής Φιλοσοφίας και δεν παραμείνατε ένας εργάτης;
Ολα τα έκανα. Πρώτα καθάριζα πατάτες, μετά αναβαθμίστηκα και έπλενα πιάτα. Η αναβάθμιση ήταν πολύ χρήσιμη γιατί στο υπόγειο υπήρχαν μόνο ξένοι και δεν μπορούσα να μάθω ούτε μια λέξη σουηδικά. Στο ισόγειο άρχισα να μαθαίνω κάποιες εκφράσεις, να μαθαίνω κάποιες συνήθειες επιβίωσης σχετικά με το φαγητό, γιατί το μεγάλο μας θέμα ήταν η διαφορετική διατροφή και κυρίως η ζάχαρη. Πολλή ζάχαρη στη Σουηδία, μέσα σε έξι μήνες έκανα δεκαοχτώ τρύπες στα δόντια. Από τρία πράγματα υπέφεραν οι μετανάστες από δόντια, στομάχι και πλάτη. Τα δόντια από τη ζάχαρη, το στομάχι και η πλάτη λόγω της συνεχούς αβεβαιότητας... Και η φοβερή μοναξιά. Εγραφα για παρηγοριά. Εμαθα μόνος μου σουηδικά και πήγα και γράφτηκα στο πανεπιστήμιο. Στη φιλοσοφική σχολή. Μετά έγινα αμέσως καθηγητής Φιλοσοφίας σε ένα γυμνάσιο. Αργότερα έγινα καθηγητής πανεπιστημίου.
● Αλλαξε η ζωή σας. Μπήκατε πια στην καρδιά της σουηδικής κοινωνίας, φαντάζομαι.
Αυτός ήταν ο σκοπός μου από την αρχή. Το έβλεπα τελείως πρακτικά. Δεν είχε νόημα να κάνεις ένα τόσο μεγάλο ταξίδι και να μην κάνεις το παν να μάθεις την καινούργια σου χώρα για να την μάθεις και να την καταλάβεις...
● Και να την αγαπήσεις;
Αυτό είναι το τελευταίο κεφάλαιο. Αλλά πρέπει και να την αγαπήσεις.
● Τα κορίτσια εκεί πώς σας φαίνονταν; Πολύ εξωτικά;
Στην αρχή ούτε μ’ έβλεπαν. Το θεωρούσα όμως φυσικό. Τις θεωρούσα απλησίαστες. Στο εστιατόριο που δούλευα ερχόταν μια κοπελίτσα 19 ετών, η οποία ήταν σαν άγγελος. Μου φερόταν πολύ ευγενικά, αλλά δεν έγινε τίποτα. Αργότερα τη συνάντησα, είχε γίνει μια πολύ γνωστή φοβερή ηθοποιός. Και μάλιστα ο πρώην άντρας της που ήταν σκηνοθέτης έκανε ταινία ένα βιβλίο μου.
● Πότε αρχίσατε να γράφετε ποίηση και αποφασίζετε να εκδώσετε την πρώτη σας ποιητική συλλογή;
Περπατώντας στους δρόμους, μου ερχόταν πολλά πράγματα στο κεφάλι αλλά δεν τα σημείωνα. Τα Χριστούγεννα του 1968 και ενώ ήμασταν στο σπίτι των γονιών της μελλοντικής γυναίκας μου, της λέω κάποια στιγμή το βράδυ «εγώ πρέπει να φύγω για να πάω να γράψω». Εφυγα, είχε φοβερό κρύο, τα βήματα μου τρίζανε στο χιόνι. Εφτασα στο σπίτι μου, κλείδωσα την πόρτα και είπα δεν ξαναβγαίνω αν δεν τελειώσουν τα ποιήματα. Και το έκανα. Κι έτσι βγήκε η «Μνήμη Εξορίας».
● Γράψατε από την αρχή στα σουηδικά. Πόσο καιρό σάς πήρε να μιλάτε στον εαυτό σας και να σκέφτεστε σουηδικά;
Πέντε χρόνια.
● Οταν έρχεστε στην Ελλάδα; Σκέφτεστε στα σουηδικά;
Εδώ μιλάω στον εαυτό μου σε διάφορες γλώσσες. Είναι από τα πράγματα που έχω μάθει με τα χρόνια: Οτι η κάθε γλώσσα έχει τη δική της δύναμη.
● Ηταν μια περισσότερο δημοκρατική χώρα η Σουηδία που πρωτογνωρίσατε σε σχέση με σήμερα;
Η Σουηδία είχε διατηρήσει όλη της τη βιομηχανία κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν είχε λάβει μέρος, δεν υπέφερε. Υπήρχε μια συνεννόηση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στους δημοκράτες, υπήρχε ειρήνη στην αγορά εργασίας. Σήμερα άλλαξαν τα πράγματα, τα σχολεία ιδιωτικοποιήθηκαν όπως και τα νοσοκομεία, οι συγκοινωνίες και οι εταιρείες νερού και ηλεκτρισμού. Εχει περάσει στη φάση του νεοφιλελεύθερου νεοκαπιταλισμού, ο οποίος θα τα διαλύσει όλα. Κάποια μέρα θα ξυπνήσουμε και δεν θα ξέρουμε πού είμαστε...
● Αρχίσατε από τα πρώτα κιόλας βιβλία να αποκτάτε στη Σουηδία ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Ηταν εύκολο για έναν «ξένο» συγγραφέα να μπει στους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους;
Οταν βγαίνει ο πιο γνωστός κριτικός βιβλίων της χώρας στην πιο μεγάλη εφημερίδα και γράφει «σήμερα βρήκα έναν νέο μεγάλο συγγραφέα», ε, μετράει! Αν δεν το είχε γράψει τότε μπορεί να μη με δέχονταν...
● Γίνατε όμως και διευθυντής αργότερα στο σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της χώρας. Οταν είδα τα γραφεία και μόνο, στο ντοκιμαντέρ που έκανε για σας ο Λευτέρης Ξανθόπουλος. εντυπωσιάστηκα από το μέγεθος, ήρθαν στο μυαλό μου κάποια γραφεία άλλων δικών μας περιοδικών που στριμώχνονται σ’ ένα δωματιάκι...
Ε, κι αυτό τύχη ήταν.
● Νομίζω πως σας έχουν ευνοήσει οι θεοί... Πιστεύετε στον Θεό;
Οχι. Στις συμπτώσεις πιστεύω. Το ζήτημα του Θεού με απασχόλησε από πάρα πολύ μικρό. Είχα αποφασίσει σε ηλικία 12 ετών ότι δεν μπορεί να υπάρχει Θεός. Οσο για το περιοδικό, εκεί που καθόμουν στο γραφείο μου στο πανεπιστήμιο με πήρε ο διευθυντής και μου πρότεινε να γίνω διευθυντής. Του άρεσαν πολύ τα ποιήματά μου, το ήξερα από παλιά. Εμεινα εκεί τέσσερα χρόνια. Μετά κουράστηκα, δεν είναι εύκολο να είσαι διευθυντής ενός τέτοιου περιοδικού.
● Μετά από μια μεγάλη και επιτυχημένη πορεία γιατί δεν σκεφτήκατε να αγοράσετε ένα σπίτι στην Ελλάδα;
Για να κρατήσω πάντα το αίσθημα της νοσταλγίας μέσα μου. Δεν φοβόμουν τον γυρισμό. Αν όμως είχα ένα σπίτι κι έμενα δυο τρεις μήνες το καλοκαίρι τελικά θα ξέφτιζε η νοσταλγία μου. Θα γινόμουν τουρίστας στη χώρα μου, αυτό δεν ήθελα.
● Τώρα έρχεστε για λίγες μέρες κάθε χρόνο, πριν ένα χρόνο ήρθατε καλεσμένος σε μια σχολική παράσταση του χωριού σας-μάλιστα σε μια περίοδο όπου είχατε κατεβάσει το μολύβι σας- σε μια τελετή που έγινε για να πάρει το σχολείο το όνομά σας. Τι έγινε, και ξύπνησε μέσα σας η ελληνική γλώσσα και αρχίσατε μετά από τόσα χρόνια να γράφετε στα ελληνικά;
Εκεί έγινε η μεγάλη στροφή. Συνταράχτηκα από τη γλώσσα μας και από τα λόγια του Αισχύλου σε εκείνη την παράσταση των παιδιών. Η πρώτη φράση που έγραψα ήταν: «Πέρσι τον χειμώνα...». Το άρχισα σαν γράμμα στον φίλο μου και επί πολλά χρόνια εκδότη μου στη Σουηδία.
● Πόσα βιβλία έχετε γράψει;
Εχω γράψει πάνω από τριάντα βιβλία, έχω το μέλλον μου πίσω μου που λένε.
● Ναι, αλλά το καινούργιο σας βιβλίο λέγεται «Μια ζωή ακόμα» (Γαβριηλίδης);
Θα γράψω κι άλλα, δεν υπάρχει αμφιβολία, ήδη γράφω το καινούργιο. Λέγεται «La vie ça va» από ένα τραγούδι της Πια Κολομπό, «η ζωή περνά...».
● Κύριε Καλλιφατίδη, γνωρίζοντας τόσο καλά δύο λαούς, ποια πιστεύεται ότι είναι η υπέρτατη ανάγκη των ανθρώπων;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, αυτό που πρέπει να μάθουμε να χειριζόμαστε είναι η ελευθερία μας. Ολες αυτές τις ελευθερίες που κάποτε ήταν αδιανόητο πως θα αποκτήσουμε. Για την ώρα δεν το έχουμε μάθει...
● Πώς αρχίζει το καινούργιο σας βιβλίο;
Μ’ αυτό που περιέγραψα προηγουμένως. Γράφω «Την έβλεπα κάθε απόγευμα να παίζει με την κόρη της...»
● Παράνομος έρωτας; Από ό,τι έχω διαβάσει έχετε σφόδρα ερωτευτεί όλες τις ηρωίδες σας;
Είναι έρωτας του ήρωα, όχι δικός μου! Αλλά πάντα ερωτεύομαι τις ηρωίδες μου, αλλιώς δεν τις καταλαβαίνω...
______________
* δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών 26/5/2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου